- ἀντιλαμβανόμενος
- ἀντιλαμβάνωreceive instead ofpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιοφυλακώ — έω, Α (για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῑν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο τής δωρ. γεν. πόλιος τής λ. πόλις + φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. *πολιοφύλαξ (πρβλ … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
ԸՆԴՈՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. δέκτωρ, δέκτριος susceptor Ընդունօղ. ... *Փրկիչ ընդունակ մեղաւորաց. Շար.: *Զի ընդունակ լինիցիմ օտարաց անցաւորաց. Վրք. հց. ՟Ի՟Ա: *Ընդունա՛կ լեր աղօթից եւ մաղթանաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՁԵՌՆԿԱԼՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0153 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. ՁԵՌՆԿԱԼՈՒ կամ ՁԵՌԸՆԿԱԼՈՒ. ἁντιλαμβανόμενος , ἁντιστηρίζων apprehensor, susceptor, auxiliator, confirmans. Որ կալեալ ունի զձեռանէ այլոյ. ձեռնտու. օգնական.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)